πάσχουσι

πάσχουσι
πάσχω
have
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
πάσχω
have
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάσχουσ' — πάσχουσα , πάσχω have pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) πάσχουσι , πάσχω have pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πάσχουσι , πάσχω have pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) πάσχουσαι , πάσχω have… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικάμπτω — (AM έπικάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ώστε να σχηματίσει γωνία, κυρτώνω 2. (αμτβ.) κυρτώνομαι μσν. μέσ. ἐπικάμπτομαι είμαι προσηνής, ευπροσήγορος («οὗτος συνήλγει πάσχουσι, συνέκαμνε πονοῦσι, τοῖς ξένοις ἐπεκάμπτετο, φίλους παρεμυθεῖτο», Κ.… …   Dictionary of Greek

  • συνευδοκώ — έω, ΜΑ 1. συναινώ, συμφωνώ με κάποιον άλλον για κάτι («συνευδοκούντων Ῥωμαίων παρέδωκαν αὐτούς», Πολ.) 2. δείχνω συμπάθεια σε κάποιον («συνευδοκοῡσι τοῑς πάσχουσι», ΚΔ) μσν. συμμετέχω («ἔλαβε... σῶμα... ἵνα ἐν αὐτῷ συνευδοκήσῃ τοῡ παθεῑν», Επιφάν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”